Ο Zbigniew Marcin Kowalewski ήταν το 1980-81 μέλος της περιφερειακής ηγεσίας της Αλληλεγγύης στο Lodz. Ως απεσταλμένος στο πρώτο συνέδριο της Αλληλεγγύης, πήρε μέρος στην εκπόνηση του προγράμματος που υιοθετήθηκε. Βρισκόταν στο Παρίσι προσκεκλημένος Γάλλων συνδικαλιστών, όταν κηρύχθηκε η κατάσταση πολιορκίας στην Πολωνία το Δεκέμβριο του 1981. Ο ίδιος βοήθησε στην έκδοση στην πολωνική γλώσσα του Inprekor, περιοδικού της Τέταρτης Διεθνούς που κυκλοφορούσε παράνομα στην Πολωνία από 1981 έως το 1990, και δημοσίευσε το Rendez-nous nos usines! (Δώστε μας πίσω τα εργοστάσιά μας!) (La Breche, Παρίσι 1985). Είναι συγγραφέας πολλών μελετών σχετικά με το ουκρανικό εθνικό ζήτημα, που δημοσιεύθηκαν, μεταξύ άλλων, από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών της Ουκρανίας. Σήμερα είναι βοηθός αρχισυντάκτης της πολωνικής έκδοσης της Le Monde Diplomatique. Το παρόν άρθρο έχει ληφθεί από την εφημερίδα Le Monde diplomatique - Edycja polska, Αρ 11 (105), Νοέμβρης 2014. Οι αριθμημένες υποσημειώσεις είναι του συγγραφέα ενώ εκείνες με την ένδειξη [ΣτΜ] του μεταφραστή. Το άρθρο μεταφράστηκε από την αγγλική του εκδοχή στο International Viewpoint.
___________
Ο Σεργκέι Νικόλσκυ, Ρώσος φιλόσοφος του πολιτισμού, λέει ότι ίσως η πιο σημαντική ιδέα για τους Ρώσους ≪από την πτώση του Βυζαντίου μέχρι σήμερα είναι η ιδέα της αυτοκρατορίας και το γεγονός ότι αποτελούν ένα αυτοκρατορικό έθνος. Ανέκαθεν ξέραμε ότι ζούμε σε μια χώρα της οποίας η ιστορία είναι μια αδιάκοπη ακολουθία εδαφικών επεκτάσεων, κατακτήσεων, προσαρτήσεων, της άμυνας τους, των προσωρινών απωλειών και των νέων κατακτήσεων. Η ιδέα της αυτοκρατορίας ήταν από τις πιο πολύτιμες στις ιδεολογικές μας αποσκευές και αυτήν διακηρύσσουμε στα άλλα έθνη. Μέσα από αυτήν εκπλήττουμε, γοητεύουμε ή τρελαίνουμε τον υπόλοιπο κόσμο≫. Το πρώτο και πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της ρωσικής αυτοκρατορίας, λέει ο Νικόλσκυ, ήταν πάντα ≪η μεγιστοποίηση της εδαφικής επέκτασης για την πραγματοποίηση των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ως μία από τις σημαντικότερες αρχές της κρατικής πολιτικής≫ [1].
Η επέκταση αυτή ήταν το αποτέλεσμα της μόνιμης και συντριπτικής επικράτησης της εκτατικής ανάπτυξης της Ρωσίας αντί της εντατικής της ανάπτυξης: η επικράτηση της απόλυτης εκμετάλλευσης των άμεσων παραγωγών αντί της σχετικής εκμετάλλευσής τους, δηλαδή αντί εκείνης της εκμετάλλευσης που βασίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
≪Η Ρωσική Αυτοκρατορία ονομαζόταν ≪η φυλακή των λαών≫. Γνωρίζουμε σήμερα ότι το κράτος των Ρομανώφ δεν ήταν το μόνο που άξιζε αυτή την περιγραφή≫, έγραψε ο Μιχαήλ Ποκρόβσκι, ο μεγαλύτερος Μπολσεβίκος ιστορικός. Ο Ποκρόβσκι έδειξε ότι το Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας (1263-1547) και το τσαρικό Βασίλειο της Ρωσίας (1547-1721) ήταν ήδη ≪φυλακές των λαών≫ και, ότι τα κράτη αυτά, χτίστηκαν πάνω στα πτώματα των inorodtsy, των μη Ρώσων αυτοχθόνων πληθυσμών. ≪Είναι αμφίβολο αν το γεγονός ότι στις φλέβες των Μεγαλορώσων τρέχει το 80 τοις εκατό του δικού τους αίματος είναι μια παρηγοριά για όσους επέζησαν. Μόνο η πλήρης καταστροφή της Μεγαλορωσικής καταπίεσης από τη δύναμη εκείνη η οποία αγωνίστηκε και εξακολουθεί να αγωνίζεται εναντίον κάθε καταπίεσης, θα μπορούσε να είναι μια μορφή επανόρθωσης για όλα τα δεινά τους≫ [2]. Αυτά τα λόγια του Ποκρόβσκι δημοσιεύθηκαν το 1933, λίγο μετά το θάνατό του, ενώ λίγο πριν, μετά από αίτημα του Στάλιν, στην ιστορική μπολσεβίκικη διατύπωση ≪Ρωσία - φυλακή των λαών≫, η πρώτη λέξη αντικαταστάθηκε από μία άλλη: ≪Τσαρισμός≫. Αργότερα, το σταλινικό καθεστώς στιγμάτισε το επιστημονικό έργο του Ποκρόβσκι ως ≪αντι-μαρξιστική αντίληψη≫ της ιστορίας της Ρωσίας [3].
Στρατιωτικο φεουδαρχικός ιμπεριαλισμός
Επί αιώνες, μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι λαοί που κατακτήθηκαν και προσαρτήθηκαν από τη Ρωσία υπέστησαν τρεις διαδοχικές μορφές ρωσικής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Ο ≪Στρατιωτικοφεουδαρχικός ιμπεριαλισμός≫, όπως ονομάστηκε από τον Λένιν, ήταν η πρώτη. Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να συζητήσουμε ποιος τρόπος εκμετάλλευσης κυριάρχησε σ' αυτόν: φεουδαρχικός ή υποτελής, ή πάλι, όπως προτιμά ο Γιούρι Σεμένωφ, ≪πολιτικοστρατιωτικός≫ (≪politary≫) [4]. Η συζήτηση αυτή έφτασε μέχρι τις μέρες μας με την πιο πρόσφατη έρευνα του Αλεξάντερ Έτκιντ. Από την εργασία αυτή προκύπτει ότι κυρίαρχοι ήταν τότε οι αποικιοκρατικοί τρόποι εκμετάλλευσης: ≪η ρωσική αυτοκρατορία ήταν ένα μεγάλο αποικιακό σύστημα, τόσο στα μακρινά της σύνορα όσο και στη σκοτεινή ενδοχώρα της≫, ≪μια αποικιακή αυτοκρατορία, δίπλα σε εκείνες της Βρετανίας ή της Αυστρίας, καθώς επίσης και αποικισμένο έδαφος όπως το Κονγκό ή οι Δυτικές Ινδίες≫. Το σημείο-κλειδί είναι πως ≪επεκτεινόμενη σε τεράστιους γεωγραφικούς χώρους, η Ρωσία αποίκισε τον ίδιο το λαό της. Ήταν η διαδικασία του εσωτερικού αποικισμού, του δευτερογενούς αποικισμού των ίδιων των εδαφών σου≫. Αυτός είναι ο λόγος, λέει ο Έτκιντ, που χρειαζόμαστε ≪μια κατανόηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού ως εσωτερική, και όχι μόνο εξωτερική, υπόθεση≫ [5].
H Δουλοπαροικία - γενικευμένη με νόμο το 1649 - είχε εκεί ένα χαρακτήρα που ήταν τόσο αποικιακός όσο και η σκλαβιά των μαύρων στη Βόρεια Αμερική, αλλά αφορούσε τους μεγαλορώσους αγρότες καθώς και τους άλλους, που θεωρούνταν ≪Ρώσοι≫ από τον τσαρισμό : Τους ≪Μικρορώσους≫ (Ουκρανούς) και τους Λευκορώσους αγρότες. Ο Έτκιντ εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι ακόμη και στη Μεγάλη Ρωσία, οι εξεγέρσεις των αγροτών είχαν έναν αντι-αποικιακό χαρακτήρα, και ότι οι πόλεμοι δια των οποίων η αυτοκρατορία συνέτριψε αυτές τις εξεγέρσεις ήταν αποικιακοί. Παραδόξως, το αυτοκρατορικό κέντρο της Ρωσίας ήταν ταυτόχρονα μια εσωτερική αποικιακή περιφέρεια, εντός του οποίου η εκμετάλλευση και η καταπίεση των λαϊκών μαζών ήταν πιο βαριά από όσο σε πολλές κατακτημένες και προσαρτημένες περιφέρειες.
Όταν εμφανίστηκε ο ≪τελευταίου τύπου καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός≫ [ΣτΜ], ο Λένιν έγραφε ότι η τσαρική αυτοκρατορία ήταν ≪μπλεγμένη, για να το πούμε έτσι, μέσα σε ένα ιδιαίτερα πυκνό δίκτυο προ-καπιταλιστικών σχέσεων≫ - τόσο σφιχτά που ≪σε γενικές γραμμές, ο στρατιωτικοφεουδαρχικός ιμπεριαλισμός είναι κυρίαρχος στη Ρωσία≫. Ως εκ τούτου, έγραψε, ≪στη Ρωσία το μονοπώλιο της στρατιωτικής ισχύος, η τεράστια επικράτεια, ή οι ειδικές εγκαταστάσεις για λεηλασία των μη ρωσικών αυτοχθόνων πληθυσμών, της Κίνας, κλπ, εν μέρει συμπληρώνουν, εν μέρει υποκαθιστούν το μονοπώλιο του μοντέρνου, εκσυγχρονισμένου, χρηματιστικού κεφαλαίου≫ [6]. Την ίδια στιγμή, ως ο λιγότερο ανεπτυγμένος ιμπεριαλισμός μεταξύ των έξι μεγάλων δυνάμεων, ήταν μόνο ένας υποϊμπεριαλισμός. Όπως σημείωσε ο Τρότσκι, ≪Η Ρωσία πλήρωσε με αυτόν τον τρόπο για το δικαίωμά της να είναι σύμμαχος των προηγμένων χωρών, να εισάγει κεφάλαιο και να πληρώνει τον τόκο του - δηλαδή, κατ' ουσίαν, για το δικαίωμά της να είναι μια προνομιακή αποικία των συμμάχων της – αλλά, ταυτόχρονα, και για το δικαίωμά της να καταπιέζει και να ληστεύει την Τουρκία, την Περσία, τη Γαλικία, και γενικά, χώρες ασθενέστερες και πιο καθυστερημένες από την ίδια. Ο δίπτυχος ιμπεριαλισμός της ρωσικής αστικής τάξης είχε ουσιαστικά τον χαρακτήρα ενός πρακτορείου των άλλων ισχυρότερων παγκοσμίων δυνάμεων≫ [7].
Καμιά αποαποικιοποίηση χωρίς απόσχιση
Ήταν ακριβώς τα ισχυρά εξω-οικονομικά μονοπώλια που αναφέρονται από τον Λένιν, εκείνα που εγγυήθηκαν τη συνέχεια του ρωσικού ιμπεριαλισμού μετά την ανατροπή του καπιταλισμού στη Ρωσία από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Σε αντίθεση με προηγούμενες δηλώσεις του Λένιν, ότι ο κανόνας της σοσιαλιστικής επανάστασης θα ήταν η ανεξαρτησία των αποικιών, μόνο οι αποικίες όπου η επέκταση της Ρωσικής Επανάστασης δεν είχε φτάσει, ή όποιες την απέρριψαν, αποσχίστηκαν από τη Ρωσία. Σε πολλές περιφερειακές περιοχές, η επέκτασή της είχε το χαρακτήρα μιας ≪αποικιακής επανάστασης≫ με επικεφαλής τους Ρώσους εποίκους και στρατιώτες χωρίς τη συμμετοχή των καταπιεσμένων λαών, ακόμα και με τη διατήρηση των υφιστάμενων αποικιακών σχέσεων. Ο Γκεόργκι Σαφάρωφ περιέγραψε μια τέτοια εξέλιξη της επανάστασης στο Τουρκεστάν [8]. Αλλού, είχε το χαρακτήρα της στρατιωτικής κατάκτησης, και μερικοί Μπολσεβίκοι (Μιχαήλ Τσουκατσέβσκυ) σκάρωσαν γρήγορα μια στρατοκρατική θεωρία της ≪επανάστασης από τα έξω≫ [9].
Η ιστορία της Σοβιετικής Ρωσίας αρνήθηκε τη γνώμη των Μπολσεβίκων, κατά με την οποία με την ανατροπή του καπιταλισμού, οι σχέσεις της αποικιακής κυριαρχίας ορισμένων λαών πάνω σε άλλους θα εξαφανιστούν και ότι, κατά συνέπεια, αυτοί οι λαοί θα μπορούσαν, ή ακόμα και θα έπρεπε να παραμείνουν εντός του πλαισίου ενός ενιαίου κράτους. Ο ≪ιμπεριαλιστικός οικονομισμός≫ [ΣτΜ], η άρνηση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, ο οποίος (υπό τις επικρίσεις του Λένιν) εξαπλώθηκε μεταξύ των Ρώσων Μπολσεβίκων, ήταν μια ακραία της εκδήλωση. Στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η κρατική απόσχιση ενός καταπιεσμένου λαού είναι η προϋπόθεση για την καταστροφή των αποικιακών σχέσεων, μολονότι δεν το εγγυάται. Ο Βασίλ Σακράι (Vasyl Shakhrai), ο μπολσεβίκικος αγωνιστής της ουκρανικής επανάστασης, το είχε ήδη καταλάβει αυτό από το 1918 και άσκησε δημοσίως πολεμική στον Λένιν για το ζήτημα αυτό [10]. Πολλοί άλλοι μη-ρώσοι κομμουνιστές το κατάλαβαν τότε, ειδικά ο ηγέτης της τατάρικης επανάστασης, Μιρσαΐντ Σουλτάν Γκαλίεφ. Ήταν ο πρώτος κομμουνιστής που αποσύρθηκε από τη δημόσια πολιτική ζωή κατ' απαίτηση του Στάλιν, το 1923.
Στην πραγματικότητα, ο βασισμένος σε εξω-οικονομικά μονοπώλια ιμπεριαλισμός που αναφέρει ο Λένιν αναπαράχθηκε με πολλούς τρόπους, αυθόρμητους και απαρατήρητους, ακόμα και όταν έχασε την ιδιαζόντως καπιταλιστική του βάση. Για το λόγο αυτό, όπως απέδειξε ο Τρότσκι, τη δεκαετία του 1920 ο Στάλιν ≪έγινε ο φορέας της Μεγαλορωσικής γραφειοκρατικής καταπίεσης≫ και γρήγορα ≪εξασφάλισε πλεονεκτήματα για το μεγαλορωσικό γραφειοκρατικό ιμπεριαλισμό≫ [11]. Με την εγκαθίδρυση του σταλινικού καθεστώτος, αποκαταστάθηκε η ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Ρωσίας επί όλων εκείνων των λαών, που είχαν προηγουμένως κατακτηθεί και αποικιοποιηθεί, όσοι παρέμειναν εντός των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης απαρτίζοντας πλέον το μισό του πληθυσμού της, καθώς επίσης και επί των νέων προτεκτοράτων: Μογγολία και Τούβα.
Η άνοδος του γραφειοκρατικού ιμπεριαλισμού
Αυτή η αποκατάσταση συνοδεύτηκε από δολοφονική αστυνομική βία ακόμη και γενοκτονίες – η εξολόθρευση από την πείνα που είναι γνωστή στην Ουκρανία ως Χολοντόμορ και στο Καζακστάν ως Zhasandy Asharshylyk (1932-1933). Οι εθνικά στελέχη των Μπολσεβίκων και η εθνική διανόηση εξολοθρεύτηκαν και ο εντατικός εκρωσισμός άρχισε. Ολόκληροι μικροί λαοί και εθνικές μειονότητες εκτοπίστηκαν (η πρώτη μεγάλη εκτόπιση το 1937 αφορούσε Κορεάτες που ζούσαν στη Σοβιετική Άπω Ανατολή). Η εσωτερική αποικιοκρατία εξαπλώθηκε για μια ακόμη φορά και ≪η πιο τρομακτική από αυτές τις πρακτικές ήταν η εκμετάλλευση των κρατουμένων των γκουλάγκ, η οποία μπορεί να περιγραφεί ως μια ακραία μορφή του εσωτερικού αποικισμού≫ [12]. Κατά τον ίδιο τρόπο όπως και υπό τον τσαρισμό, η μετανάστευση ρωσικού και ρωσόφωνου πληθυσμού προς τις περιφέρειες καταλάγιαζε τις εντάσεις και τις κοινωνικοοικονομικές κρίσεις στη Ρωσία, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον εκρωσισμό των περιφερειακών δημοκρατιών. Ο υπερπληθυσμός, η φτώχεια και ο λιμός μετά την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση, έκαναν τη ρωσική ύπαιθρο να εξάγει μαζικά την εργατική δύναμη των νέων βιομηχανικών κέντρων στην περιφέρεια της Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια στιγμή, οι αρχές εμπόδιζαν τη μετανάστευση του τοπικού – μη ρωσικού – πληθυσμού της υπαίθρου προς τις πόλεις.
Ο αποικιοκρατικός καταμερισμός της εργασίας παραμόρφωσε, πρακτικά επιβράδυνε την ανάπτυξη, και μερικές φορές μετασχημάτισε ακόμη, τις δημοκρατίες και τις περιοχές της περιφέρειας σε πηγές πρώτων υλών και ζώνες μονοκαλλιέργειας. Αυτό, συνοδεύτηκε από μια αποικιοκρατική διαίρεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική, την ειδικευμένη και την ανειδίκευτη, την καλά και την άσχημα αμειβόμενη εργασία, καθώς επίσης και από μία εξίσου αποικιακή διαστρωμάτωση της κρατικής γραφειοκρατίας, της εργατικής τάξης και ολόκληρων κοινωνιών. Αυτές οι διαιρέσεις και διαστρωματώσεις εγγυούνταν για τα εθνοτικά ρώσικα και εκρωσισμένα στοιχεία προνομιούχες κοινωνικές θέσεις σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στο εισόδημα, στις ειδικότητες, στο κύρος και στην εξουσία μέσα στις περιφερειακές δημοκρατίες. Η αναγνώριση της εθνοτικής ή γλωσσικής ≪ρωσικότητας≫, με τη μορφή του ≪δημόσιου και ψυχολογικού μισθού≫ – μια έννοια που ο David Roediger έχει πάρει από τον W.E.B. Du Bois και εφάρμοσε στις μελέτες του για τη λευκή αμερικανική εργατική τάξη [13] – έγινε ένα σημαντικό μέσο της ρωσικής ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, και της κατασκευής μιας ιμπεριαλιστικής ≪ρωσικότητας≫ και στο εσωτερικό επίσης της Σοβιετικής εργατικής τάξης.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η συμμετοχή της σταλινικής γραφειοκρατίας στον αγώνα για μια νέα διαίρεση του κόσμου, ήταν μια επέκταση της εγχώριας ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά τη λήξη του, η Σοβιετική Ένωση ανέκτησε πολλά από όσα η Ρωσία είχε χάσει μετά την επανάσταση, και επιπλέον κατέκτησε νέα εδάφη. Η επιφάνεια της αυξήθηκε σε πάνω από 1,2 εκατομμύρια km2, φθάνοντας τα 22,4 εκατ. km2. Μετά τον πόλεμο, η έκταση της ΕΣΣΔ ξεπερνούσε κατά 700.000 km2 την έκταση της τσαρικής αυτοκρατορίας στο τέλος της ύπαρξής της, και ήταν μικρότερη κατά 1,3 εκατομμύρια km2 από την έκταση αυτής της αυτοκρατορίας στο μέγιστο της επέκτασης της, το 1866, αμέσως μετά την κατάκτηση του Τουρκεστάν και λίγο πριν από την πώληση της Αλάσκας.
Ο αγώνας για μια νέα διαίρεση του κόσμου
Στην Ευρώπη, η Σοβιετική Ένωση ενσωμάτωσε τις δυτικές περιοχές της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, την Καρπαθο-Ουκρανία, τη Βεσσαραβία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία, τμήματα της Ανατολικής Πρωσίας και Φινλανδίας, καθώς επίσης, στην Ασία, την Τούβα και τα νησιά των νότιων Κουρίλων. Ο έλεγχός της επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Η ΕΣΣΔ αξίωσε να τεθεί η Λιβύη υπό την κηδεμονία της. Προσπάθησε να επιβάλει ένα προτεκτοράτο στις μεγάλες συνοριακές κινεζικές επαρχίες Ξινγιάνγκ και Μαντζουρία. Επιπλέον, ήθελε να προσαρτήσει το βόρειο Ιράν και την ανατολική Τουρκία, εκμεταλλευόμενη για το σκοπό αυτό την επιθυμία πολλών τοπικών λαών για απελευθέρωση και ενοποίηση. Σύμφωνα με τον Αζερμπαϊτζανό ιστορικό Τζαμίλ Χασανλί, ο ≪Ψυχρός Πόλεμος≫ ξεκίνησε στην Ασία και όχι στην Ευρώπη, ήδη απότο 1945 [14].
≪Ο παρασιτικός χαρακτήρας της γραφειοκρατίας εκδηλώνεται, ευθύς ως οι πολιτικές συνθήκες το επιτρέψουν, μέσω της ιμπεριαλιστικής λεηλασίας≫, έγραψε εκείνη την εποχή ο Jean Van Heijenoort, πρώην γραμματέας του Τρότσκι και μέλλων ιστορικός της μαθηματικής λογικής. ≪Μήπως η εμφάνιση στοιχείων ιμπεριαλισμού συνεπάγεται την αναθεώρηση της θεωρίας ότι η ΕΣΣΔ είναι ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος; Όχι απαραίτητα. Η σοβιετική γραφειοκρατία τρέφεται γενικά από την ιδιοποίηση της εργασίας των άλλων, και έχουμε ήδη, εδώ και πολύ καιρό, αναγνωρίσει αυτό το γεγονός ως αναπόσπαστο μέρος του εκφυλισμού του εργατικού κράτους. Ο γραφειοκρατικός ιμπεριαλισμός είναι μόνο μια ειδική μορφή αυτής της ιδιοποίησης≫ [15].
Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές πολύ γρήγορα πείστηκαν ότι η Μόσχα ≪ήθελε να υποτάξει πλήρως την οικονομία της Γιουγκοσλαβίας και να την καταστήσει ένα απλό συμπλήρωμα στην προμήθεια πρώτων υλών για την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που θα παρεμπόδιζε την εκβιομηχάνιση και θα διατάρασσε τη σοσιαλιστική ανάπτυξη της χώρας≫ [16]. Οι Σοβιετικο–Γιουγκοσλαβικές κοινές ≪μετοχικές εταιρείες≫ επρόκειτο να μονοπωλήσουν την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Γιουγκοσλαβίας που χρειαζόταν η σοβιετική βιομηχανία. Άνισο εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να εγγυηθεί τα υπερκέρδη της σοβιετικής οικονομίας σε βάρος της γιουγκοσλαβικής.
Μετά τη ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με τον Στάλιν, ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο είπε ότι από το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (1939) και ειδικά μετά το συνέδριο των ≪Τριών Μεγάλων≫ στην Τεχεράνη (1943), η ΕΣΣΔ πήρε μέρος στην ιμπεριαλιστική διαίρεση του κόσμου και ≪συνειδητά βαδίζει την παλιά τσαρική οδό της ιμπεριαλιστικής επεκτατικότητας≫. Είπε, επίσης, ότι η ≪θεωρία του ηγετικού λαού μέσα σε ένα πολυεθνικό κράτος≫, που διακήρυξε ο Στάλιν ≪δεν είναι παρά η έκφραση του γεγονότος της υποταγής, της εθνικής καταπίεσης και της οικονομικής λεηλασίας των άλλων λαών και χωρών από τον ηγετικό λαό≫ [17]. Το 1958, o Μάο Τσε Τουνγκ ειρωνικά παρατήρησε σε μια συζήτηση με το Χρουστσιώφ: ≪Υπήρχε ένας άνθρωπος με το όνομα του Στάλιν, ο οποίος πήρε το Πορτ Άρθουρ και μετέτρεψε την Ξινγιάνγκ και τη Μαντζουρία σε ημι-αποικίες, και δημιούργησε επίσης τέσσερις κοινές επιχειρήσεις. Αυτές ήταν όλες οι καλές του πράξεις≫ [18].
Η Σοβιετική Ένωση στα πρόθυρα της κατάρρευσης
Ο Ρωσικός γραφειοκρατικός ιμπεριαλισμός υποστηριζόταν από ισχυρά εξω-οικονομικά μονοπώλια, ενισχυμένα επιπλέον από την ολοκληρωτική εξουσία. Αλλά ο χαρακτήρας τους ήταν μόνο εξωοικονομικός. Για το λόγο αυτό αποδείχθηκαν πολύ αδύναμα ή εντελώς ανίκανα να διεκπεραιώσουν τα σταλινικά σχέδια εκμετάλλευσης των δορυφορικών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και τις παραμεθόριες περιοχές της Λαϊκής Κίνας. Μπροστά στην αυξανόμενη αντίσταση σε αυτές τις χώρες, η γραφειοκρατία του Κρεμλίνου χρειάστηκε να εγκαταλείψει τις ≪κοινές μετοχικές εταιρείες≫, το άνισο εμπόριο και τον αποικιακό καταμερισμό εργασίας που ήθελε να επιβάλει. Μετά την απώλεια της Γιουγκοσλαβίας, από το 1948 και μετά, έχασε σταδιακά τον πολιτικό έλεγχο πάνω στην Κίνα και σε ορισμένες άλλες χώρες, και έπρεπε επίσης να χαλαρώσει τον έλεγχο της πάνω σε άλλες.
Ακόμη και εντός της ΕΣΣΔ τα εξω-οικονομικά μονοπώλια αποδείχθηκαν ανίκανα να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Ρωσίας πάνω στις βασικές περιφερειακές δημοκρατίες. Ο εκβιομηχανισμός, η αστικοποίηση, η ανάπτυξη της εκπαίδευσης και γενικότερα ο εκσυγχρονισμός των περιφερειών της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και η αυξανόμενη ≪εθνικοποίηση≫ της εργατικής τάξης τους, της διανόησης και της ίδιας της γραφειοκρατίας άρχισε να μεταβάλλει σταδιακά το ισοζύγιο εξουσίας μεταξύ της Ρωσίας και των περιφερειακών δημοκρατιών υπέρ των τελευταίων. Η κυριαρχία της Μόσχας πάνω τους αποδυναμώθηκε. Η αυξανόμενη κρίση του συστήματος επιτάχυνε τη διαδικασία αυτή, η οποία άρχισε να διαμελίζει τη Σοβιετική Ένωση. Τα αντίμετρα της κεντρικής εξουσίας – όπως η ανατροπή του καθεστώτος του Πέτρο Σελέστ στην Ουκρανία (1972), που θεωρήθηκε ≪εθνικιστής≫ από το Κρεμλίνο – δεν μπορούσαν ούτε να αντιστρέψουν τη διαδικασία αυτή, ούτε να την σταματήσουν αποτελεσματικά.
Κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, ο νεαρός Σοβιετικός κοινωνιολόγος Frants Sheregi προσπάθησε να παρατηρήσει τη σοβιετική πραγματικότητα με βάση την ≪θεωρία του Μαρξ για τις τάξεις, σε συνδυασμό με τη θεωρία των αποικιακών συστημάτων≫. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ≪η βαθμιαία επέκταση της εθνικής διανόησης και της γραφειοκρατίας (δημόσιοι υπάλληλοι) των μη-ρωσικών δημοκρατιών, η ανάπτυξη της εργατικής τάξης – με μία λέξη, ο σχηματισμός μιας πιο προοδευτικής κοινωνικής δομής – θα οδηγήσει τις εθνικές δημοκρατίες να αποσχιστούν από την ΕΣΣΔ ≫. Λίγα χρόνια αργότερα, κατά παραγελία των ανωτάτων αρχών του σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μελέτησε την κοινωνική κατάσταση των ομάδων νέων που κινητοποίησε η Κομσομόλ σε όλη τη χώρα, για την κατασκευή της κεντρικής σιδηροδρομικής γραμμής Baikal-Amur. Αυτή ήταν η περίφημη ≪κατασκευή του αιώνα≫.
≪Άρχισα να ενδιαφέρομαι≫, λέει ο Sheregi, ≪για την αντίφαση που ανακάλυψα ανάμεσα στις πληροφορίες για διεθνική σύνθεση των εθελοντών–κατασκευαστών της σιδηροδρομικής γραμμής, τις οποίες διέδιδε ζωηρά η επίσημη προπαγάνδα, και στο υψηλό επίπεδο της εθνικής ομοιογένειας των κατασκευαστικών ταξιαρχιών που έφταναν.≫ Αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από ρωσικά, εθνοτικά και γλωσσικά, στοιχεία. ≪Στη συνέχεια έφτασα στο απρόσμενο συμπέρασμα ότι αυτοί οι Ρώσοι (και ≪ρωσόφωνοι≫) είχαν αποβληθεί από τις εθνικές δημοκρατίες≫ - αποβληθεί από τις λεγόμενες φερώνυμες εθνικότητες, για παράδειγμα, από τους Καζάκους στο Καζακστάν. Αυτό επιβεβαιώθηκε από την έρευνα που πραγματοποίησε σε δύο άλλα μεγάλα έργα στη Ρωσία. ≪Η κεντρική κυβέρνηση το γνώριζε και συμμετείχε στην επανεγκατάσταση των Ρώσων χρηματοδοτώντας ≪τεχνικά έργα σοκ≫. Από αυτό, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, εφόσον οι κοινωνικοί πόροι των εθνικών δημοκρατιών είχαν εξαντληθεί, υπήρχε έλλειψη θέσεων εργασίας, ακόμα και για εκπροσώπους των φερωνύμων εθνικοτήτων εκεί όπου υπήρχαν κοινωνικές εγγυήσεις (βρεφονηπιακοί σταθμοί, εξοχικές κατοικίες, σανατόρια, ευκαιρίες για τη στέγαση). Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνοτήτων, κι έτσι οι αρχές σταδιακά ≪επαναπάτριζαν≫ ρωσική νεολαία από τις εθνικές δημοκρατίες. Τότε συνειδητοποίησα ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν στα πρόθυρα της διάσπασης≫ [19].
Στρατιωτική-αποικιακή αυτοκρατορία
Η κρίση του σοβιετικού γραφειοκρατικού καθεστώτος και του ρωσικού ιμπεριαλισμού ήταν τόσο μεγάλη που, προς έκπληξη όλων, η ΕΣΣΔ κατέρρευσε το 1991, όχι μόνο χωρίς έναν παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ακόμα και χωρίς εμφύλιο πόλεμο. Η Ρωσία έχασε τις εξωτερικές της περιφέρειες, διότι δεκατέσσερις μη ρωσικές δημοκρατίες της Ένωσης την εγκατέλειψαν και κήρυξαν ανεξαρτησία – όλες εκείνες που, σύμφωνα με το σοβιετικό Σύνταγμα, είχαν αυτό το δικαίωμα. Αυτό σήμαινε μια άνευ προηγουμένου απώλεια εδάφους στην ιστορία της Ρωσίας, απώλεια μιας περιοχής 5,3 εκατομμυρίων km2. Αλλά, όπως σημείωσε ο Boris Rodoman, ένας διαπρεπής επιστήμονας που δημιούργησε τη ρωσική σχολή της θεωρητικής γεωγραφίας, ακόμα και σήμερα ≪η Ρωσία είναι μια στρατιωτική–αποικιακή αυτοκρατορία, που ζει με αντίτιμο μιαν αχαλίνωτη σπατάλη βιολογικών και των ανθρώπινων πόρων, μια χώρα εκτατικής ανάπτυξης, στην οποία η εξαιρετικά σπάταλη και δαπανηρή χρήση της γης και της φύσης είναι ένα σύνηθες φαινόμενο≫. Σε αυτόν τον τομέα, καθώς επίσης και ως προς ≪την μετανάστευση των πληθυσμών, τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των εθνοτικών ομάδων, μεταξύ του τοπικού πληθυσμού και των μεταναστών σε διάφορες περιοχές, μεταξύ των κρατικών αρχών και του κοινού, τα ≪κλασικά≫ χαρακτηριστικά της αποικιοκρατίας παραμένουν ζωντανά, όπως και στο παρελθόν≫.
Η Ρωσία έχει παραμείνει ένα πολυεθνικό κράτος. Περιλαμβάνει είκοσι μία δημοκρατίες μη ρωσικών λαών, που καλύπτουν σχεδόν το 30 τοις εκατό του εδάφους της. Ο Rodoman γράφει: ≪Στη χώρα μας έχουμε μια εθνοτική ομάδα που φέρει το όνομά της και παρέχει την επίσημη γλώσσα της, καθώς επίσης και πολλές άλλες εθνοτικές ομάδες˙ ορισμένες από αυτές έχουν εθνική–εδαφική αυτονομία, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να εγκαταλείψουν αυτή την ψευδο-ομοσπονδία, με άλλα λόγια, αναγκάζονται να μείνουν εκεί. Όλο και πιο συχνά η ανάγκη για την ύπαρξη διακριτών διοικητικών μονάδων, σύμφωνα με εθνικά κριτήρια τίθεται υπό αμφισβήτηση˙ η διαδικασία της διάλυσής τους έχει ήδη αρχίσει με τις αυτόνομες περιοχές. Ωστόσο, σχεδόν κανένας μη-ρωσικός λαός δεν έχει αρχίσει να ζει στη Ρωσία, ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης˙ δεν μετεγκαταστάθηκαν σε ένα υπάρχον ρωσικό κράτος –αντίθετα, είναι λαοί που κατακτήθηκαν από αυτό το κράτος, απωθήθηκαν εν μέρει εξοντώθηκαν, αφομοιώθηκαν ή στερήθηκαν το κράτος τους. Σε ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο οι εθνικές αυτονομίες, ακόμη και ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι πραγματικές και κατά πόσον μόνο ονομαστικές, θα πρέπει να θεωρηθούν ως ηθική αποζημίωση για τις εθνοτικές ομάδες που έχουν υποστεί το ≪τραύμα της υποταγής≫. Στη χώρα μας οι μικροί λαοί, που δεν διαθέτουν εθνική αυτονομία, ή που τη στερήθηκαν, εξαφανίζονται γρήγορα (π.χ. οι Βεσπιανοί και οι Σόριοι [ΣτΜ]). Οι αυτόχθονες εθνικές ομάδες, στην αρχή της σοβιετικής περιόδου, αποτελούσαν την πλειοψηφία στις αυτόνομες μονάδες τους. Είναι τώρα μια μειοψηφία, λόγω του αποικισμού, που συνδέεται με την ιδιοποίηση των φυσικών πόρων, των δημοσίων έργων, την εκβιομηχάνιση και τη στρατιωτικοποίηση. Η ανάπτυξη των ≪αχανών εκτάσεων≫, η κατασκευή ορισμένων λιμένων και πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στις δημοκρατίες της Βαλτικής, κ.λπ., δεν είχε μόνο οικονομικούς λόγους, αλλά είχε επίσης ως στόχο τον εκρωσισμό των παραμεθόριων περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά την κατάρρευση της, οι στρατιωτικές συγκρούσεις στον Καύκασο, οι λαοί του οποίου κρατούνταν όμηροι της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του ≪διαίρει και βασίλευε≫, είναι τυπικοί πόλεμοι για τη διατήρηση των αποικιών σε μια αυτοκρατορία που αποσυντίθεται. Η επέκταση της σφαίρας επιρροής της, συμπεριλαμβανομένης και της ενσωμάτωσης τμημάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αποτελεί πλέον προτεραιότητα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Στο δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, στην τσαρική Ρωσία, νομαδικές φυλές ορκίζονταν υποταγή και τη γη τους γινόταν αυτόματα ρωσική˙ η μετασοβιετική Ρωσία διανέμει ρωσικά διαβατήρια στους λαούς των χωρών με τις οποίες συνορεύει…≫ [20].
Παλινόρθωση του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού
Η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Ρωσία έχει εν μέρει συμπληρώσει και εν μέρει αντικαταστήσει τα εξω-οικονομικά μονοπώλια, που αποδυναμώθηκαν και ακρωτηριάστηκαν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, με ένα ισχυρό μονοπώλιο του χρηματιστικού κεφαλαίου προσκολλημένο στον κρατικό μηχανισμό. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, που ανακατασκευάστηκε σε αυτή τη βάση, παραμένει αδιαχώριστα εσωτερικό και εξωτερικό φαινόμενο, που λειτουργεί και στις δύο πλευρές των συνόρων της Ρωσίας, τα οποία για μια ακόμη φορά αρχίζουν να γίνονται κινητά. Οι ρωσικές αρχές έχουν δημιουργήσει μια κρατική Μεγαλο-εταιρεία που έχει το μονοπώλιο του εσωτερικού αποικισμού της Ανατολικής Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής. Αυτές οι περιοχές έχουν κοιτάσματα πετρελαίου και άλλες μεγάλες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έχουν προνομιακή πρόσβαση στις νέες παγκόσμιες αγορές στην Κίνα και στο δυτικό ημισφαίριο.
Οι δύο περιοχές που αναφέρθηκαν μπορεί να έχουν την τύχη της Δυτικής Σιβηρίας. ≪Το ομοσπονδιακό κέντρο κρατά για τον εαυτό του το σύνολο σχεδόν των εσόδων της Δυτικής Σιβηρίας από το πετρέλαιο, χωρίς καν να δίνει στη Δυτική Σιβηρία χρήματα για την κατασκευή κανονικών δρόμων≫, έγραψε η Ρωσίδα δημοσιογράφος Artem Yefimov πριν από λίγα χρόνια. ≪Το πρόβλημα, ως συνήθως, δεν είναι ο αποικισμός, αλλά η αποικιοκρατία≫, γιατί ≪η οικονομική εκμετάλλευση και όχι η βελτίωση ούτε η ανάπτυξη της περιοχής, είναι ο στόχος της εταιρείας που αναφέρθηκε≫. ≪Βασικά, πέφτουμε στην παραδοχή ότι στην χώρα, στο υψηλότερο επίπεδο του κράτους, η αποικιοκρατία βασιλεύει. Η ομοιότητα αυτής της εταιρείας με την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και άλλες ευρωπαϊκές αποικιακές επιχειρήσεις του δεκάτου εβδόμου έως τον δέκατο ένατο αιώνα είναι τόσο προφανής που θα μπορούσε να είναι διασκεδαστική≫ [21].
Πριν από ένα χρόνο, η μαζική εξέγερση των Ουκρανών στο Μαϊντάν στο Κίεβο, που στέφτηκε με την ανατροπή του καθεστώτος Γιανουκόβιτς, ήταν μια προσπάθεια της Ουκρανίας για να σπάσει επιτέλους την αποικιακή σχέση που ιστορικά τη συνδέει με τη Ρωσία. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη σημερινή κρίση στην Ουκρανία – την προσάρτηση της Κριμαίας, η το αποσχιστικό αντάρτικο στην Donbass και τη ρωσική επιθετικότητα εναντίον της Ουκρανίας – αν δεν καταλάβουμε ότι η Ρωσία ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη.
Μετάφραση του Παραναγνώστης
[1] S.Α. Nikolsky, ≪Russkiie kak imperskii Narod≫, Politicheskaia Kontseptologiia, Αρ 1, 2014, σσ. 42-43.
[2] Μ.Ν. Pokrovsky, Istoricheskaia nauka i bor'ba klassov, Moskva-Leningrad: Sotsekizd, 1933, τομ. Ι, σ. 284.
[3] A.M. Dubrovsky, Istorik i vlast', Briansk: Izd. Bryanskovo Gosudarstvennovo Universiteta, 2005, σσ. 238, 315-335.
[4] Βλέπε J. Haldon, The State and the Tributary Mode of Production, London-New York: Verso, 1993 και Yu.I. Semenov, Politarnyi («aziatskii») sposob proizvodstva: Sushchnost' i mesto ν istorii chelovechestva i Rossii, Moskva: Librokom, 2011.
[5] Α. Etkind, Internal Colonization: Russian Imperial Experience, Cambridge-Malden: Polity Press, 2011, σσ. 23-24, 26, 250-251.
[ΣτΜ] Capitalist imperialism of the latest type στο κείμενο. Η διατύπωση βρίσκεται στο φυλλάδιο του Λένιν Σοσιαλισμός και Πόλεμος που γράφτηκε τον Αύγουστο του 1915, μερικούς μήνες νωρίτερα από τον Ιμπεριαλισμό.
[6] V.Ι. Lenin, Polnoe sobranie sochinenii, Moskva: Izd. Politicheskoi Literatury, 1969, 1973, τομ. XXVI, σ. 318; τομ. XXVII, σ. 378; τομ. XXX, σ. 174.
[7] L. Trotsky, History of the Russian Revolution, Chicago: Haymarket, 2008, σ. 13.
[8] G. Safarov, Kolonial'naia revolutsiia: Opyt Turkestana, Moskva: Gosizdat, 1921.
[9] M. Tukhachevsky, Voina klassov, Moskva: Gosizdat, 1921, σσ. 50-59 στα Αγγλικά, του Ιδίου, ≪Revolution from Without≫, New Left Review, Αρ 55, 1969.
[ΣτΜ] Τον όρο ≪ιμπεριαλιστικός οικονομισμός≫ εισήγαγε ο Λένιν για να περιγράψει την άποψη που κυκλοφορούσε στη σοσιαλδημοκρατία την εποχή του Τσίμερβαλντ, ότι η διεθνοποίηση του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού καθιστούσε άνευ σημασίας τις οποιεσδήποτε διεκδικήσεις οικονομικές ή πολιτικές σε εθνικό επίπεδο. Έτσι, ο μεν χαρακτηρισμός ≪ιμπεριαλιστικός≫ αναφέρεται, σύμφωνα με τον Λένιν στην ιμπεριαλιστική εποχή της εκδήλωσής του, ενώ ο χαρακτηρισμός ≪οικονομισμός≫ αναφέρεται στην κοινή με τον ≪κλασσικό≫ οικονομισμό ή ≪απεργισμό≫ αδυναμία να διατυπώσουν πολιτικά αιτήματα. Ο όρος χρονολογείται το 1915 – 1916 όταν ο Λένιν εργαζόταν πάνω στη θεωρία του για τον ιμπεριαλισμό. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Λένιν στον τελευταίο αγώνα της ζωής του για να χαρακτηρίσει την μετά το 17 απαξίωση των εθνικών προσδοκιών των υποτελών λαών από τον μεγαλορώσικο σωβινισμό τον σωβινισμό του πρώην(;) ιμπεριαλιστικού έθνους που αναβίωνε σε πείσμα της οκτωβριανής επανάστασης και η μπόχα του οποίου, είχε ήδη προσβάλλει βάναυσα το οξύ, παρά την αρρώστια, πολιτικό του αισθητήριο.
[10] S. Mazlakh, Β Shakhrai, On the Current Situation in the Ukraine, Ann Arbor: University of Michigan Press, 1970.
[11] L. Trotsky, Stalin, St. Petersburg: Lenizdat, 2007, τομ. II, σ. 189.
[12] Α. Etkind, D. Uffelmann, Ι. Kukulin (επιμ.), Tam, vnutri: Praktiki vnutrennei kolonizatsii ν kulturnoi istorii Rossii, Moskva: Novoe Literaturnoe Obozreniie, 2012, σ. 29.
[13] Βλ D.R. Roediger, The Wages of Whiteness: Race and the Making of the American Working Class, London-New York: Verso, 2007.
[14] J. Hasanli, At the Dawn of the Cold War: The Soviet-American Crisis over Iranian Azerbaijan, 1941-1946, Lanham-New York: Rowman and Littlefield, 2006. Του ιδίου, Stalin and the Turkish Crisis of the Cold War, 1945-1953, Lanham-New York: Lexington Books, 2011.
[15] D. Logan [J. van Heijenoort], ≪The Eruption of Bureaucratic Imperialism≫, The New International, τομ. XII, Αρ 3, 1946, σσ. 74, 76.
[16] V. Dedijer, Novi prilozi za biografiju Josipa Broza Tita, Rijeka: Liburnija, 1981, τομ. Ι, σ. 434.
[17] J. Broz Tito, ≪H kritiki stalinizma≫, Časopis za Kritiko Znanosti, Domišljijo in Novo Antropologijo, τομ. VIII, Αρ 39-40, 1980, σσ. 157-164, 172-185.
[18] V.M. Zubok, ≪The Mao-Khrushchev Conversations, 31 July-3 August 1958 and 2 October 1959≫, Cold War International History Project Bulletin, Αρ 12-13, 2001, σ. 254.
[19] Β. Doktorov, ≪Sheregi FE: Togda ia prishel k vyvodu: SSSR stoit pered raspadom≫, Teleskop: Zhurnal Sotsiologicheskikh i Marketingovykh Issledovanii, Αρ 5 (65), 2007, σσ. 10-11.
[ΣτΜ] Φινλανδική και τουρκική αντιστοίχως εθνότητες.
[20] Β.Β. Rodoman, ≪Vnutrennyi kolonializm v sovremennoi Rossii≫, στο Τ.Ι. Zaslavskaya (επιμ.), Kuda idet Rossiia? Sotsial'naia transformatsiia postsovetskovo prostranstva, Moskva: Aspekt-Press, 1996, σ. 94. Του ιδίου ≪Strana permanentnovo kolonializma≫, Zdravyi Smysl, Αρ 1 (50), 2008/2009, σ. 38.
[21] Α. Yefimov, ≪Ost-Rossiiskaia kompaniia≫, Lenta.ru, 23 Απρ 2012.
Nella diffusione e/o ripubblicazione di questo articolo si prega di citare la fonte: www.utopiarossa.blogspot.com